Photo: Alexandros Maragos – Athens on lockdown, 2020.

Alain Ehrenberg, “Fatigue nerveuse: covid, santé
mentale, individualisme”, Telos (telos-eu.com).
Προδημοσίευση – Κοινοί Τόποι, τεύχος 3.

Μετάφραση: Ευγενία Υφαντή

Η πανδημία Covid-19 πλήττει τους ανθρώπους και ως άτομα και ως κοινωνία. Δεν γνωρίζουμε ακόμα σε ποιο βαθμό αυτή η μακρά και τεραστίων διαστάσεων υγειονομική κρίση, που επέφερε πολλαπλούς τριγμούς στις κοινότητες μας, πρόκειται να τις αλλάξει σε ό,τι αφορά την κοινωνική ζωή (τον τρόπο διαμόρφωσης σχέσεων ανάμεσα στους κατοίκους), την οικονομία (ποιες θα είναι ανεπανόρθωτες βλάβες; ποιες οι καινοτομίες;), την εργασία (ποιες συνέπειες θα έχουν οι μαζικές πρακτικές της τηλεργασίας, της τηλεκπαίδευσης, των διαδικτυακών συνεδριάσεων κτλ.).

Το ζήτημα της ψυχικής υγείας συζητήθηκε ελάχιστα από τα μέσα ενημέρωσης κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, αλλά έλαβε μεγάλες διαστάσεις κατά τη διάρκεια του δευτέρου. Καταλαμβάνει κεντρική θέση ανάμεσα στις υγειονομικές ανησυχίες των κοινωνιών του μαζικού ατομικισμού. Τα προβλήματα, όμως, της ψυχικής υγείας, σε αντίθεση με άλλες παθολογίες, υπερβαίνουν τις υγειονομικές ανησυχίες. Μπορούμε να διευκρινίσουμε τις έννοιες και τις λειτουργίες τους, εντάσσοντάς τες στο πλαίσιο του ήθους και του κατεστημένου τρόπου ζωής σε μια κοινωνία, όπως διαμορφώθηκαν την δεκαετία του 1980 και μέσω των οποίων, οι συναισθηματικές οπτικές των κοινωνικών σχέσεων σημασιοδοτήθηκαν όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Αυτές οι οπτικές εμφανίζονται στην καθημερινή ζωή μέσω του “λόγου” της ψυχικής υγείας. Ο όρος «ψυχική υγεία», σε αντίθεση με τους όρους «ψυχιατρική» και «προβλήματα ψυχικών διαταραχών», παραπέμπει σε μια γλώσσα μέσω της οποίας, εκφράζουμε κάθε είδος κοινωνικής κατάστασης.

Ας δούμε σε πρώτη φάση τους σχολιασμούς των δεδομένων.

Η παρουσίαση των δεδομένων της έρευνας CoviPrev που ξεκίνησε ο Οργανισμός Δημόσιας Υγείας της Γαλλίας στο γενικό πληθυσμό από τις 23 Μαρτίου 2020, διαχωρίστηκε σε δύο μέρη: τις συμπεριφορές γύρω από την υγεία (κινήσεις εμπόδια, lockdown, διατροφή κτλ.) και την ψυχική υγεία (ευζήν, διαταραχές). Υπογραμμίζει επίσης το ζήτημα της υγειονομικής επιδημειολογίας. Οι εβδομαδιαίες ερευνητικές φάσεις που λάμβαναν χώρα από το Μάρτιο του 2020 έδειξαν μεγάλη αύξηση του άγχους, της κατάθλιψης και των διαταραχών στον ύπνο κατά τη διάρκεια των δύο περιόδων του lockdown. “Η κατάθλιψη, οι διαταραχές του ύπνου και το άγχος… οι ανησυχητικές ψυχικές παρενέργειες της πανδημίας και του lockdown”, αναφέρει τίτλος της εφημερίδας Le Monde στις 26 Νοεμβρίου 2020. Μια έρευνα πάνω στην επιρροή του lockdown στην ψυχική υγεία, που κυκλοφόρησε στο επιστημονικό περιοδικό L’Information psychiatrique τον Αύγουστο του 2020 (Covadapt) παρουσιάζει την κατάσταση όπως φαίνεται παρακάτω: «Τη στιγμή που η ψυχολογική επιρροή της κρίσης συγκεντρώνεται από κλίμακες που διέγνωσαν ότι οι μέτριες ή σοβαρές διαταραχές αγγίζουν το 53% του γενικού πληθυσμού, το 67 % του πληθυσμού που δεν παρουσιάζει χαρακτηρισμένες διαταραχές αναφέρει πως ανησυχεί ιδιαίτερα για την ψυχική υγεία, παρουσιάζει μείωση εκδήλωσης θετικών συναισθημάτων καθώς επίσης και μείωση της αίσθησης ικανοποίησης από τη ζωή».

Εν συντομία, μία καθαρή αύξηση της ψυχολογικής δυσφορίας ανάμεσα στον πληθυσμό, συσχετίζεται με μια μείωση της αίσθησης του ευζήν και συνδέεται με την πανδημία του covid19. Αυτή η κατάσταση αποδεικνύει πως ο εγκλεισμός επηρεάζει δραστικά τις κοινωνικές σχέσεις: αυξάνει τα επίπεδα της φτώχειας των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, αυξάνει την απομόνωση και την μοναξιά (τηλεργασία, μαθήματα εξ’αποστάσεως), μειώνει την ικανότητα μας να προσβλέπουμε στο μέλλον, ευνοεί τόσο τον εθισμό στην οθόνη όσο και στο αλκόολ. Είναι ακριβώς αύτο το σύνολο παραμέτρων, λοιπόν, που φέρνουν στο προσκήνιο τα ερωτήματα της ψυχικής υγείας.

Ήδη από το δεύτερο lockdown ακούμε τους ψυχιάτρους να μιλούν για αποσύνθεση των κοινωνικών δικτύων. Άλλοι πάλι υπογραμμίζουν την ανεπάρκεια διαχείρισης των ψυχικών ασθενειών, τόσο λόγω του στίγματος που ακόμα υπάρχει, όσο και λόγω των χρόνων αναμονής του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης. Οι σχολιασμοί που στόχο έχουν να τονίσουν τους ενδεχόμενους κινδύνους πολλαπλασιάζονται. Στις 18 Νοεμβρίου 2020, ο Υπουργός Υγείας και Αλληλεγγύης της Γαλλίας ανακοίνωσε: «η Κυβέρνηση επιθυμεί με κάθε τρόπο να αποφύγει ένα τρίτο κύμα, αυτό της ψυχικής υγείας».

Στις 3 Δεκεμβρίου τέσσερις ψυχίατροι και η φιλόσοφος και ψυχαναλύτρια Cynthia Fleury δημοσίευσαν ένα κείμενο που στόχο είχε να αναδείξει τον τεράστιο κίνδυνο και να ζητήσει μια ισχυρή δημόσια δράση για να αποφευχθεί – χρησιμοποιώντας τα λόγια του Υπουργού- «το τρίτο ψυχιατρικό κύμα» του κορονοϊού. «Βλέπουμε κατά τη διάρκεια των συνεδριών μας, αναφέρει ένας από τους συγγραφείς, ανθρώπους που δεν έχουμε ξαναδεί, που βιώνουν αίσθηση ανικανότητας και διαταραχές στον ύπνο. Η εμπειρία μου με οδηγεί στο να πιστεύω ότι όσο αυτή η κατάσταση διαρκεί, τόσο τα επακόλουθα θα είναι δυσκολότερα διαχειρίσιμα» (La Nouvelle république, 14 Δεκεμβρίου 2020). «Η αύξηση των ψυχικών ασθενειών και οι ψυχιατρικές επιπτώσεις της πανδημίας θα αποτελέσουν μία από τις κυριότερες προκλήσεις των επόμενων ετών», διαβάζουμε σε μία μελέτη που δημοσιεύθηκε από το Ινστιτούτο Montaigne το Δεκέμβριο του 2020.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, «έξι στους δέκα Ευρωπαίους έχουν χτυπηθεί πλήρως από την “πανδημική κόπωση”, την κόπωση των νεύρων ή την ψυχική εξάντληση που οδηγούν στην ακινησία. Ο ΠΟΥ υπενθυμίζει επίσης συχνά ότι οι ψυχικές διαταραχές επηρεάζουν ένα στους τέσσερις ανθρώπους σε κάποια φάση της ζωής του. Οι ίδιες αναλογίες δόθηκαν και για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Γαλλία. Οι ψυχικές διαταραχές επιβαρύνουν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο νόσημα τα ταμεία ασφάλειας και υγείας. Οι ψυχίατροι επιμένουν συχνά ότι οι ψυχιατρικές διαταραχές είναι ασθένειες, όπως όλες οι άλλες. Η επανάληψη αυτής της θέσης, ωστόσο εδώ και δεκαετίες, σημειώνει ότι ακόμη δεν αναγνωρίζονται ακριβώς όπως οι υπόλοιπες ασθένειες. Για να διευκρινίσουμε σε τι συνίσταται αυτό το «ακριβώς», θα πρέπει να δείξουμε σε ποιο βαθμό η ψυχική υγεία αποτελεί κάτι το καινούργιο και πως οι τρόποι που ενεργούμε και ζούμε σε μια κοινωνία σήμερα τονίζουν αυτά τα ζητήματα.

Το 1970, μιλώντας για ψυχιατρική και ψυχικές ασθένειες, αναφερόμασταν με αυτούς τους όρους κυρίως στις «ψυχώσεις». Ο ψυχικός πόνος αναγνωριζόταν, αλλά διατηρούσε μια οριακή θέση στη διαγνωστική εκτίμηση με περιορισμένες αναφορές. Η ανάδειξη των διαταραχών του άγχους και κυρίως της κατάθλιψης από τη δεκαετία του 1970 έδωσε προοδευτικά μια κεντρική θέση στον «ψυχικό πόνο» του απλού ανθρώπου. Η ψυχιατρική διαμόρφωνε την πρακτική της με όρους παθολογίας και θεραπείας, η ψυχική υγεία, στην οποία αναφέρεται πλέον η ψυχιατρική, αναδεικνύεται μέσα από το δίπολο ψυχικός πόνος – ευζήν.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει την ψυχική υγεία ως: “Μια κατάσταση ευζήν μέσα στην οποία ένα άτομο μπορεί να δημιουργήσει, να ξεπεράσει το φυσιολογικό στρές της ζωής, να ολοκληρώσει μια παραγωγική και επιτυχή εργασία και να συμβάλλει στη ζωή της κοινότητας”. Η ψυχική υγεία παρουσιάζεται ως ειδική υγεία που επηρεάζει την κοινωνικοποίηση των ατόμων και που επιτρέπει την προσωπική επιτυχία στην κοινωνική ζωή: συνδέει λοιπόν την υγεία με την κοινωνικοποίηση των ανθρώπων.

Επομένως, ο ψυχίατρος Nicolas Franck, που συντόνιζε μια έρευνα ερωτηματολογίων (30.000 άτομα) αναφορικά με το ευζήν των Γάλλων κατά την διάρκεια ης πανδημίας (Covid-19 και ψυχολογική δυσφορία το 2020, «η οδύσσεια του lockdown», Odile Jacob, 2020), επιβεβαιώνει ότι “η ψυχική υγεία δεν είναι απλά το να μην πάσχουμε από κάποια ασθένεια, είναι κυρίως να αισθανόμαστε καλά. […] Η ψυχική υγεία είναι η διάσταση της υγείας μας που εστιάζει στο πως αισθανόμαστε. Όπως υπάρχει η υγεία της καρδιάς, των αιμοφόρων αγγείων, του δέρματος, του εντέρου, έτσι υπάρχει επίσης και η υγεία των συναισθημάτων, της σύνδεσής μας με τον κόσμο” (Le Journal des femmes, 24 Νοεμβρίου 2020). Υπογραμμίζοντας το συναίσθημα της συσχέτισης μας με τον κόσμο, εννοούμε τις κοινωνικές μας σχέσεις και τις συναισθηματικές τους πτυχές, στο σχολείο, στην εργασία, στην οικογένεια, κτλ.

Ο θεολόγος και φιλόσοφος Olivier Abel πιστεύει ότι το lockdown ανέδειξε μια κοινωνία όπου η χειραφέτηση μετετράπη σε μοναξιά” (βλ. N. Séné, Blog Mediapart). Η μαζικότητα των φαινομένων του ψυχικού πόνου και της ψυχικής υγείας δεν συνιστά μόνο ένα ζήτημα ασθένειας, θεραπείας, στιγματισμού κτλ. Αυτά επιτρέπουν την κατανόηση του τι λειτουργεί και τι είναι δυσλειτουργικό στις κοινωνικές μας σχέσεις στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, που ήδη από τη δεκαετία του 1980, θέτει σε κεντρική θέση την ατομική υποκειμενικότητα με αφετηρία τη συναισθηματική οπτική της ζωής σε μια κοινωνία. Σε ποιο είδος κοινωνίας διαμορφώνονται τέτοιες ιδέες;

Photo: Giuseppe Pino Fama, Rome during the national lockdown in Italy – March 15, 2020.

Ανάμεσα στο 1970 και στη σημερινή εποχή, περάσαμε από μια κοινωνία που λειτουργούσε με όρους πειθαρχίας, σε μια κοινωνία εμποτισμένη από τα ιδανικά της [προσωπικής] αυτονομίας και της χειραφέτησης. Καταρχήν, μια κοινή φιλοδοξία των κινημάτων της απελευθέρωσης των ηθών, που υπερασπίζονταν την αυτονομία, την επιλογή, την αίσθηση ότι «ο εαυτός μου μού ανήκει», κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, οδήγησαν στο να μετατραπεί η [προσωπική] αυτονομία σε κοινή συνθήκη ήδη από τη δεκαετία του 1980. Αυτό φαίνεται από την εγκαθίδρυση αντιλήψεων στην καθημερινότητα που έχουν να κάνουν με την ευθύνη και την αυτονομία. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν αναπτύσσονται και τα ζητήματα της ψυχικής υγείας. Γιατί; Επειδή η αυτονομία και η χειραφέτηση θέτουν σε προτεραιότητα την ατομική υποκειμενικότητα.

Αυτές οι ιδεολογίες ενθαρρύνουν την έκφρασή της κάτω από διαφορετικές φόρμες και την κινητοποιούν – όπως για παράδειγμα παρατηρείται στην ευέλικτη εργασία. Οι επιχειρήσεις αποτελούν τομέα που ενδιαφέρει την ψυχιατρική όλο και περισσότερο από τη δεκαετία του 1990, καθώς η εργασία γεννά παθολογικές δυσφορίες που δεν σταματούν να αυξάνονται. Σήμερα, το «φαντασιακό» της εργασίας δεν είναι πλέον το «φαντασιακό» του Taylor, δηλαδή της μηχανικής εκτέλεσης των παραγγελιών ή της παρακολούθησης των τιμών. Σήμερα ζητάμε από τους ανθρώπους να είναι υπεύθυνοι, αυτόνομοι και να έχουν κίνητρο. Αυτό δημιουργεί νέους περιορισμούς που απαιτούν από τους μισθωτούς μορφές συναισθηματικού και ενστικτώδους αυτοελέγχου, που ήταν πλήρως οριακές μέσα στον τεϊλορισμό, αλλά που πλέον τοποθετούν σε νέες συναισθηματικές διαστάσεις την εργασία, καθώς συνδέονται με “ψυχοκοινωνικά ρίσκα” στα οποία απαντούν οι πολιτικές του ευζήν στον χώρο εργασίας.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ψυχική υγεία παρουσιάζει μια ομαδική συμπεριφορά σε σχέση με το απρόβλεπτο (με κάθε είδους αντιξοότητες, κινδύνους των γεγονότων της ζωής και αυτών των κοινωνικών σχέσεων) μέσα στις ατομικιστικές κοινωνίες της σύγχρονης μάζας που διαποτίζονται από τις ιδέες, τις αξίες και τους κανόνες της προσωπικής αυτονομίας.

Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που η ατομικιστική υποκειμενικότητα βρίσκεται στο κέντρο της κοινωνικής ζωής, οι ευκαιρίες πολλαπλασιάζονται, ενώ την ίδια στιγμή νέες αναταραχές εμφανίζονται. Με την αυτονομία ως κοινή συνθήκη μπαίνουμε στην μαζική ατομική ύπαρξη. Αυτή συνοδεύεται από μια μαζική προσωπική αβεβαιότητα που εκφράζεται με όρους ψυχικής υγείας και ψυχικού πόνου. Διότι τα σημερινά ήθη ενθαρρύνουν την ατομική υποκειμενικότητα, ενώ συγχρόνως τη δοκιμάζουν. Η ψυχική υγεία εμφανίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο σαν μια πολύ συγκεκριμένη οπτική των κοινωνικών σχέσεων και έτσι μετατρέπεται σε μια γλώσσα παραπόνων, και, γενικότερα, σε έναν τρόπο διαμόρφωσης προβλημάτων που προκύπτουν από τις κοινωνικές σχέσεις και δρούν σ’ αυτές. Η ίδια περίπτωση συναντάται στην παιδική και εφηβική ηλικία με την υπερδραστηριότητα και τις διαταραχές συμπεριφοράς, να εκφράζουν την ίδια στιγμή έναν προσωπικό πόνο και μια αποδιοργάνωση των σχολικών σχέσεων ή του ψυχοκοινωνικού πόνου στην εργασία, που γίνεται αντιληπτός ως ένας τρόπος διαμόρφωσης συγκρούσεων στον χώρο εργασίας.