Τέσσερις boomers στενάζουν με τα υπαρξιακά τους,
λίγο πριν τους βουλιάξει το κοινωνικό – Πάσχα 2008

Νίκος Ξυδάκης – Χάσαμε την αγάπη / Κοινοί Τόποι, τεύχος 2

Του είχε πει του πράκτορα, να μη βγάλει εισιτήριο εφτά το πρωί. Σχόλασε μεσάνυχτα, ήπιε λαίμαργα τέσσερα ουίσκια με τον Δημήτρη, είδε κι ένα άνιμαλ πλάνετ, πήγε τρεις. Χτύπησε το ξυπνητήρι, το ‘κλεισε, χτύπησε το κινητό, το ‘κλεισε. Τα ξανάκλεισε δυο φορές. Την τρίτη φορά, ανασηκώθηκε ζαλισμένος και αφυδατωμένος. Ήταν παρά είκοσι. Το αίμα ανεβοκατέβηκε έμβολο, είχε χάσει το πλοίο. Έπεσε αποκαμωμένος.

Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Από το πρακτορείο ήταν σαφείς: δεν υπήρχε καμία θέση έως τη Δευτέρα. Το τσιγάρο επέτεινε το φαρμάκωμα. Την Τρίτη έπιανε δουλειά. Μόνος, στην πόλη, στο βουβό σπίτι, με την οικογένεια -τις οικογένειες- στα νησιά. Πότε είχε ξεμείνει στην πόλη Πάσχα; Πριν από δεκαπέντε χρόνια, αλλά όχι μόνος· όταν γεννήθηκε ο μεγάλος. Πήγε για Ανάσταση στο παρεκκλήσι του λόφου. Είχε να ξεκουκκίσει τέσσερα εικοσιτετράωρα γιορτής χωρίς το αποκούμπι της οικογένειας, της εργασίας, της ρουτίνας. Πώς να κυλήσουν; Προτού κυλήσει το πρωινό, ένιωθε ήδη τις ώρες να τον βαραίνουν στο στήθος. Τάισε τη γάτα, έφτιαξε καφέ, άλλαξε νερό στα χρυσόψαρα, έκανε μια ώρα διάδρομο, ιδροκόπησε ακούγοντας τα Πάθη στα ακουστικά. «Εγώ εις τούτο γεγένημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρυτυρήσω τη αληθεία. Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής. Λέγει αυτώ ο Πιλάτος· τι εστίν αλήθεια;» Τι εστίν; Τριγύρισε στα άδεια δωμάτια των παιδιών, σαν κλέφτης. Ανοιξε το μέιλ, τίποτε, άδειο, ψόφια τα μπλογκ. Μέχρι να ανοίξουν τα μαγαζιά, βυθίστηκε στη μπανιέρα.

Βγήκε στους δρόμους. Βούιζε η πόλη, τα τελευταία ψώνια, φορτωμένα γιώτα-χι, φοιτήτριες με σακ βουαγιάζ, δώρα της τελευταίας στιγμής. Ήπιε καφέ στο βιβλιοπωλείο των φίλων, κάτι ξεμείνηδες περνούσαν και άφηναν ευχές. Προσώρας ένιωσε οικεία, ανακύκλωνε μια καθησυχαστική ρουτίνα.

Πήρε τους δρόμους. Ελισσόμενος ανάμεσα σε βιαστικούς, σκέφτηκε να πάει το βράδυ στο Χαλάνδρι για τον Επιτάφιο. Πλάι στη ρεματιά βρίσκεται η μόνη ενορία που γνωρίζει. Ανακουφίστηκε. Το αττικό δειλινό τον τύλιξε τούλι μελαγχολικό. Μέθυσε. «Οξος εποτίσθης και χολήν», «Ιωσήφ κηδεύει μετά του Νικοδήμου νεκροπρεπώς τον Κτίστην» – ο Επιτάφιος τον έριξε, χάθηκε ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν φίλους και προορισμό. Γλίστρησε διακριτικά από γνωστούς και κατέβηκε αργά την Κηφισίας. Έβλεπε τα φώτα της, γνώριμα και μαζί απόμακρα. Στους Αμπελόκηπους πρόλαβε έναν καφέ στα Σταρμπακς. Μπήκε στο ίντερνετ καφέ: κλείνουμε, κύριε. Έφυγε πτοημένος. Όλα έκλειναν. Στο μαγέρικο της λεωφόρου, παράγγειλε χόρτα.

Το σπίτι βουβό. Στο νησί θα οργίαζε το χαμομήλι. Τέτοια μέρα έτρωγαν κουκιά και βλαστάρια. Ονειρεύτηκε Πάσχα στον Μαραθώνα, τους μπαξέδες με τις αγκινάρες, τα δισκάκια του Τσιτσάνη, τους άντρες να ψήνουν αρνιά.

Το Μεγάλο Σάββατο ξημέρωσε βαρύ. Η Σόλωνος βιαζόταν, η Πανεπιστημίου χαλάρωνε, στη Φειδίου πίνανε ρακές, η Χαρ. Τρικούπη κουβαλούσε λεωφορεία. Μες στη λιακάδα του πρωινού αταβιστικά τράβηξε προς τη θάλασσα. Περπάτησε στην τσιμεντωμένη παραλία. Περπάτησε χιλιόμετρα κλωτσώντας χαλίκια, απέφευγε να κοιτάει τον ορίζοντα. Το μεσημέρι βρέθηκε στη γενέθλια γειτονιά. Σχεδόν αγνώριστη. Μικρές πολυκατοικίες και γιώτα-χι με δόσεις. Ακούγονταν τραγούδια.

Το φως άλλαζε ώρα με την ώρα, κι ο άνθρωπος ήταν πια αντιμέτωπος μόνος με την Ανάσταση. Ποιον θα φιλούσε;

Photo: Stavros Paschalakis – Memories from the archipelago, 2021

«Ιωσήφ;» «Ναι, ποιος;» «Έλα, ο Πέτρος» «Ο Πέτρος; Ρε συ!» «Πού είσαι;».

Μέχρι το μεσημέρι τους είχε μαζέψει, όσους είχαν ξεμείνει. Ο Ιωσήφ είχε κάνει λεφτά στις κατασκευές, τα ‘χασε, τα ξανάκανε, έμπλεξε με μια μικρή, χώρισε με τη Μαρία, τον έδιωξε κι η μικρή. Ο μεγάλος στο Πολυτεχνείο, η κόρη Λύκειο. Τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά; Τρώμε μαζί κάθε δεκαπέντε (Σκοτείνιασε ο Ιωσήφ ο τζέντλεμαν, ο άνετος, ποτέ δεν κώλωσε ο Ιωσήφ, όλα του τρέχανε, και τώρα στέρεψαν, στέγνωσες, φίλε μου. Χαμογελάει θαμπά ο Ιωσήφ – όλα ξαναφτιάχνουν, φίλε, όλα, μόνο τα χρόνια δεν ξανάρχονται, δεν κολλάνε όλες οι ραγισματιές.)

Ο Σίμος το κεφάλι, ο μαθηματικός, άσπρισε, μάδησε, καπνίζει ήρεμα, τα γκρίζα του μάτια αδιαπέραστα. Η Ιωάννα; Πάει η Ιωάννα… Πάει, παντρεύτηκε έναν μικροαστό και μένει στα προάστια. Εσύ; Τι εγώ; Εγώ εδώ, με βλέπεις. (Σε βλέπω Σίμο, ήσουν ο καλύτερος, ο πιο λαμπερός, ο αγαπημένος, το μυαλό και το χάδι, ήσουν ο έμπιστος μας, ο αλάνθαστος, ο διαυγής, σε βλέπω τώρα σκυφτό, πάντα ήρεμο, αλλά τα μάτια σου σαν τζάμια, δεν γυρίζουν τίποτε, Σίμο.)

Νικόδημε, πώς ξέμεινες πασχαλιάτικα; Όπως κι εσείς, μ’ άφησαν οι γυναίκες. (Εσένα, Νικόδημε γόη και ταξιδευτή; Πάντα μες στους ανθρώπους ήσουν, ο ποθητός και πολυφίλητος των γυναικών, με θαλασσιά πουκάμισα ιστιοπλόος.) Τους τ’ άφησα όλα, σπίτια, μαγαζιά, ενοίκια, κοιμάμαι στο σκάφος, μόνο την κόρη βλέπω πότε πότε. (Μυρίζεις πάντα Vetiver, Νικόδημε, ήσουνα αισθητής και πάντα ολιγαρκής, δεν άλλαξες κολώνια, δεν άλλαξες τα χακί παντελόνια και τα τσιγάρα ντάνχιλ, ο ίδιος, μόνο τα καστανά μαλλιά σου άσπρισαν κι αραίωσαν.) Δεν είναι, ρε, τα σκάφη όπως τα θυμόσαστε, έχουν κομφόρ, ανώτερα από τη μεζονέτα του Ιωσήφ…

Πετράν; Πού είναι η Μαγδαληνή; Στο νησί, με τα παιδιά, τα ‘παμε. Καλά το Μαγδάκι; Καλά… Ήταν η καλύτερή μας, πώς σε αντέχει ακόμη; (Δεν με αντέχει, κλαίει.)

Ένας νεαρός τους πλησίασε, στα 20-22, χλωμός, με μακριά μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Άφησε στο τραπέζι ένα χαρτί σιωπηλά, κι απομακρύνθηκε χωρίς να τους κοιτάξει. Ήταν τυπωμένο ερασιτεχνικά και στις δύο όψεις.

Διάβασε μεγαλοφώνως: «Τα πάντα εγένετο από του χοός, και τα πάντα επιστρέψει εις τον χουν. Kαί τις οίδε το πνεύμα υιών του ανθρώπου, ει αναβαίνει αυτό άνω, και το πνεύμα του κτήνους, ει καταβαίνει αυτό κάτω εις την γην;»

Και στην άλλη: «Πάρε ένα χαρτί Α4. Το διπλώνεις στη μέση, πιάνεις τις δύο πάνω γωνίες και τις φέρνεις εμπρός και κάτω. Σχηματίζεται έτσι ένα τρίγωνο και κάτω απ’ αυτό πρέπει να περισσεύει χαρτί (πάνω από 2 εκ.). Τα δύο αυτά χαρτάκια (μπρος και πίσω) τα ανεβάζεις για να καλύψεις τη βάση του τριγώνου. Στη συνέχεια ανοίγεις το τρίγωνο πιάνοντάς το από τη βάση σχηματίζοντας ένα τετράγωνο, τσακίζοντας… και τα λοιπά και τα λοιπά… Ανοίγεις τις πάνω μύτες και έχεις το καραβάκι σου».

Για σένα το ‘φερε, Πέτρο, σε οσφρίστηκε ο παρμένος.
Τι κάνουμε; Πίνουμε. «Εμίσησάν με δωρεάν» – Ασ’ το, Πέτρο… Λέγανε. Κι ήρθαν μαζί τους στο μαρμάρινο τραπέζι και πίνανε κορίτσια με κορδέλες, ηλεκτρικά μπλουζ, γάμοι, παιδιά, ναυάγια, η Μαρία, η Ιωάννα, η Μαγδαληνή, γυναίκες π’ αγάπησαν, γυναίκες που άφησαν, κόρες που έφυγαν, χάδια που λιγόστεψαν και σβήνουν, σαράντα-πενήντα χρόνια που στέγνωσαν και σουρώνουν, σουρώνουν μισοδάκρυα στις κόχες απ’ το πιοτό και την ώρα, τέσσερις άντρες πασχαλιάζουν μόνοι, περήφανοι κι αυτάρκεις, αβάσταχτοι.

«Η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» – εντάξει, Πέτρο, εντάξει, πάμε να φύγουμε τώρα, πάμε στο σκάφος, στη μαρίνα…


«Βγάλτε τα παπούτσια σας». Ο Νικόδημος τούς μοίρασε φούτερ και αντιανεμικά, έφερε ουίσκι και πάγο, τσιπς. Στρώθηκαν στην πρύμνη, κοιτούσαν τον Πειραιά να μακραίνει, τραβούσαν νότια, ακουγόταν μόνο η μηχανή και το νερό. Κοιτάζανε παράλληλα, ο καθένας μόνος, τα πρόσωπα σκιασμένα, μόνο οι κάφτρες λαμπύριζαν. Ένιωσε το πρόσωπο του να μουσκεύει αλμυρό.

– Χάσαμε την αγάπη, είπε βραχνά.
Κανείς δεν αντέδρασε, όλοι κοιτούσαν μόνοι τους, ακίνητοι. Άκουγε την ανάσα του, ο λαιμός του πονούσε.
– Την πίστη χά-… χάσαμε… τους δικούς μας… Η φωνή έσπασε.
Γύρισαν αργά και τον κοίταξαν. Όλα τα πρόσωπα είχαν φως. Ο Σίμος μίλησε αργά, ψιθυριστά.
– Ναι, τη χάσαμε. Δεν αγαπάμε… Βουλιάζουμε.
Τράβηξαν πάλι τα βλέμματα, ο χρόνος είχε πήξει.

Ο καπετάνιος έσβησε τη μηχανή. Το σκάφος λικνιζόταν, πίναν σιωπηλοί ώσπου στο βάθος, πάνω απ’ την πόλη, είδαν τον ουρανό ν’ αναβοσβήνει. Σηκώθηκαν ταυτοχρόνως, αυθόρμητα, «Χριστός Ανέστη» πνιχτά, έσμιξαν ανάσες αρμύρας κι αλκοόλ, το Vetiver, τρίφτηκαν αξύριστα τα μάγουλα, φιλήθηκαν τρυφερά. Οι αγκαλιές ήταν σφιχτές.

Έμειναν ένα φωτεινό σημάδι μονάχο στη μελανή επιφάνεια και πέρα η φωτοχυσία.

Πρωτότυπη ζωγραφική: Ξενοφών Μπήτσικας.