{Christopher Lasch, “The Fragility of Liberalism”,
Salmagundi
, Νο 92, φθινόπωρο 1991, σσ. 5-18.}

Μετάφραση: Δημήτρης Καψάλης

Η κατάρρευση του κομμουνισμού, ως ενός σημαντικού ανταγωνιστή του φιλελεύθερου καπιταλισμού, έχει δημιουργήσει μια κατάσταση ευφορίας μεταξύ των φιλελεύθερων της δεξιάς και του κέντρου, η οποία προσδιορίζεται απλώς από τη σκέψη ότι το «τέλος της ιστορίας», κατά την περιβόητη φράση του Φράνσις Φουκουγιάμα, θα είναι μια «πολύ θλιβερή στιγμή» για όσους έχουν «την τόλμη, το θάρρος, τη φαντασία και τον πολιτικό ιδεαλισμό» σε εκτίμηση. Η «απροκάλυπτη νίκη του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού», κατά τη θεώρηση του Φουκουγιάμα, συνεπάγεται το παγκόσμιο κράτος δικαίου, την παγκοσμιοποίηση της «αταξικής κοινωνίας» που έχει ήδη επιτευχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, την «υποχώρηση του ταξικού ζητήματος», μια σταθερή διεύρυνση της παροχής καταναλωτικών αγαθών, ένα «ομοιογενές παγκόσμιο κράτος», και μια «μετα-ιστορική συνείδηση» κατά την οποία η «ιδεολογική πάλη… θα αντικατασταθεί από τον οικονομικό υπολογισμό, την αδιάκοπη επίλυση των τεχνικών προβλημάτων, των περιβαλλοντικών υποθέσεων και την ικανοποίηση των εξεζητημένων καταναλωτικών απαιτήσεων».

Το άρθρο του Φουκουγιάμα επαναφέρει στη μνήμη προηγούμενες προβλέψεις των φιλελεύθερων για το τέλος της ιδεολογίας· αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο θυμίζει, εξίσου, τον μονοδιάστατο άνθρωπο του Μαρκούζε και το φρικιαστικό όραμα της Σχολής της Φρανκφούρτης για μια ολοκληρωτικά διευθυνόμενη κοινωνία δίχως αντιθέσεις και, συνεπώς, απολύτως ανθεκτικής στην αλλαγή. Από τη στιγμή που ο Φουκουγιάμα, όπως ο Μαρκούζε και οι φίλοι του, εμπνέονται από τον Χέγκελ, δεν είναι καθόλου παράξενο που οι διαφορετικές τους εκδοχές περί του τέλους της ιστορίας έχουν τόσες πολλές ομοιότητες. Γι’ αυτό, άλλωστε, η σύγκλιση της τεχνικής αισιοδοξίας με την πολιτισμική απόγνωση, της λατρείας της προόδου με τη νοσταλγία, έχει αποτελέσει ένα διαρκές ρεύμα στη νεωτερική σκέψη από την εποχή του Διαφωτισμού. Ο θρίαμβος του Λόγου μοιάζει με την αρμονική και ελεύθερη Γη της Επαγγελίας μέχρι να υπενθυμίσουμε ότι οι άνθρωποι έχουν μάθει να εκτιμούν την ελευθερία μόνο σε στιγμές ανταγωνισμού και σύγκρουσης. Σε αυτό το σημείο, το κατά Βέμπερ «σιδερένιο κλουβί» της ορθολογικότητας μοιάζει με την ακριβέστερη περιγραφή του μέλλοντος. Ο Φουκουγιάμα, αφού στάθηκε επί μακρόν στις ομορφιές του φιλελευθερισμού και στην ανημποριά των δυνάμεων που τώρα τον αντιμάχονται, μας αφήνει ξαφνικά με την προοπτική μιας «αιωνιότητας της πλήξης». Η νέα τάξη, λέει, επιστρατεύει τα «πιο αντικρουόμενα συναισθήματα» – από τη μία, την ικανοποίηση του να γνωρίζεις ότι ο φιλελευθερισμός δεν αντιμετωπίζει πλέον κάποια ιδεολογική πρόκληση ιδιαίτερης σημασίας· από την άλλη, μια «πανίσχυρη νοσταλγία για μια εποχή που η ιστορία ακόμη υπήρχε».

Όμως στην πράξη, η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων κάθε άλλο παρά ασφαλής είναι. Τη στιγμή του φαινομενικού της θριάμβου, η ευθραυστότητά της εμφανίζεται πιο ξεκάθαρα από ποτέ, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου είναι πιο ξεκάθαρη απ’ οπουδήποτε αλλού. Έχοντας νικήσει τα αντίπαλα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ο φιλελευθερισμός αρχίζει να καταρρέει εκ των έσω. Η απουσία μιας εξωτερικής απειλής καθιστά δυσκολότερο απ’ ότι παλιότερα το να αγνοήσει κανείς αυτή την παρακμή. Ο Πόλεμος του Κόλπου παρείχε έναν στιγμιαίο αντιπερισπασμό, αλλά έληξε πολύ γρήγορα· και μολονότι μπορούμε να προσδοκούμε σε περαιτέρω αντιπερισπασμούς αυτού του είδους, θα είναι αδύνατο μακροπρόθεσμα να αποφύγουμε την ημέρα της κρίσεως. Ήδη τα σημάδια της επικείμενης κατάρρευσης είναι αδιαμφισβήτητα. Τα ναρκωτικά, το έγκλημα και οι συμμοριτοπόλεμοι κάνουν τις πόλεις μας ακατοίκητες. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Τα κόμματά μας είναι ανίκανα να επιστρατεύσουν τις μάζες των εν δυνάμει ψηφοφόρων στην πολιτική διαδικασία. Η παγκόσμια κυκλοφορία των αγαθών, των πληροφοριών και των πληθυσμών, μακράν του να μας κάνουν όλους εύπορους (όπως με τόση αυτοπεποίθηση συνήθιζαν να προβλέπουν οι θεωρητικοί του εκσυγχρονισμού), έχει διευρύνει το χάσμα ανάμεσα σε πλούσια και φτωχά έθνη και γέννησε ένα τεράστιο κύμα μετανάστευσης προς τη Δύση και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα, όπου οι νεοφερμένοι διογκώνουν την αχανή στρατιά των αστέγων, των ανέργων, των αναλφάβητων, των τοξικομανών, των απόκληρων και όσων ουσιαστικά στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Η παρουσία τους στραγγίζει τους υπάρχοντες πόρους μέχρι τελευταίας σταγόνας. Οι ιατρικές και εκπαιδευτικές υποδομές, οι φορείς επιβολής του νόμου και η διαθέσιμη προσφορά αγαθών -για να μην αναφέρουμε την προσφορά αντιρατσιστικής καλής θέλησης, αν και αρχικά δεν αρκεί από μόνη της-, όλα μοιάζουν ανεπαρκή μπροστά στο τεράστιο έργο της αφομοίωσης αυτού που επί της ουσίας είναι ένας πλεονάζων πληθυσμός.

Αλλά, πλέον, ακόμη και τα παιδιά των προνομιούχων δεν αφομοιώνονται από την κουλτούρα του φιλελευθερισμού. Η μία έρευνα μετά την άλλη αποδεικνύουν ότι οι φοιτητές των κολλεγίων δεν κατέχουν πλέον ούτε καν μια στοιχειώδη γνώση της δυτικής ιστορίας, της λογοτεχνίας ή της φιλοσοφίας. Ένα είδος αποκουλτουροποίησης [deculturation] έχει αρχίσει ξεκάθαρα να λαμβάνει χώρα εδώ και καιρό, μια διαδικασία απομάθησης δίχως ιστορικό προηγούμενο (που εξηγεί, γιατί δεν έχουμε καλύτερη λέξη για να την περιγράψουμε). Αυτό που ο E. D. Hirsch ονομάζει αναλφαβητισμό είναι πιθανότατα ένας σοβαρότερος κίνδυνος απ’ ότι οι προφανέστερες ιδεολογικές επιθέσεις κατά της φιλελεύθερης κουλτούρας. Η δεξιά απαρνιέται τον «κοσμικό ανθρωπισμό», ενώ η αριστερά αποκηρύσσει ως πολιτισμικό ιμπεριαλισμό κάθε απόπειρα να υπερασπίσουμε έναν πυρήνα από κοινές αξίες και απαιτεί ίσο χρόνο για τις μειονότητες. Ο «εκσυγχρονισμός» του κόσμου, όπως είχε γίνει αντιληπτός από τους φιλελεύθερους όσο ήταν επικεφαλής, υπονοούσε τη δημιουργία όχι μόνο μιας παγκόσμιας αγοράς, αλλά μιας παγκόσμιας κουλτούρας στην οποία οι φιλελεύθερες αξίες -η ατομική ελευθερία, η ελεύθερη έρευνα, η ανεξιθρησκεία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια- θα γίνονταν παγκοσμίως σεβαστές. Έχουμε μια παγκόσμια κουλτούρα, εντάξει, αυτή είναι όμως η κουλτούρα του Χόλυγουντ, του ροκ εν ρολ και της Μάντισον Άβενιου – όχι μια φιλελεύθερη κουλτούρα, αλλά μια κουλτούρα ηδονισμού, απανθρωπιάς, περιφρόνησης και κυνισμού.

Αυτά όσον αφορά στα συμπτώματα της φιλελεύθερης παρακμής – που, μάλλον, προκαλούν τέτοια αμφισημία όση, παραδόξως, η δήθεν υπεροχή τους και η κατάληξη του «τέλος της ιστορίας». Έρχομαι τώρα στις αιτίες αυτής της παρακμής. Είναι μάταιο να κάνουμε εικασίες σχετικά με το τι να κάνουμε -εάν πρέπει να επιδιώξουμε τη διάσωση του φιλελευθερισμού, αν πρέπει να τον αντικαταστήσουμε με κάτι άλλο, ή να αποδεχτούμε την παρακμή όχι μόνο του φιλελευθερισμού αλλά και του εθνικού μας πειράματος στο σύνολό του- μέχρι να αποκτήσουμε μια καλύτερη κατανόηση του τι ακριβώς συμβαίνει στις πολιτικές μας παραδόσεις και γιατί. Εάν ο φιλελευθερισμός διατηρεί ακόμη την ικανότητα για οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη προς νέες κατευθύνσεις, θα ήταν ανόητο να εγκαταλείψουμε την κυρίαρχη παράδοσή μας. Εάν, από την άλλη, έχει φτάσει στα απώτερα όρια της μεγέθυνσής του, θα πρέπει πιθανότατα να στραφούμε σε άγνωστες παραδόσεις της αμερικανικής ζωής, τις οποίες, αν και τις έχει επισκιάσει το κυρίαρχο πολιτικό δόγμα, παρ’ όλα αυτά, δεν έχει καταφέρει να τις εξαφανίσει εξολοκλήρου.

Το να μιλήσουμε για ένα οποιοδήποτε είδος ορίων είναι ένας άλλος τρόπος για να μιλήσουμε για τα δεινά του φιλελευθερισμού, μιας πολιτικής παράδοσης που εδράζεται στην απεριόριστη οικονομική επέκταση. Στην πιο πειστική του μορφή, ο φιλελευθερισμός βασίζεται σε μια εξαγνισμένη πίστη στην πρόοδο, μια πίστη που δεν προϋποθέτει κάποια αφελή ψευδαίσθηση για την τελειοποίηση της ανθρώπινης φύσης, αλλά υποθέτει απλώς ότι μια σταθερή αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης -μια επανάσταση των αυξανόμενων προσδοκιών- θα συντηρεί την οικονομική επέκταση επ’ αόριστον. Ο φιλελευθερισμός έχει ταυτιστεί με πολιτικές που εξασφαλίζουν την πλήρη απασχόληση και που, συνεπώς, επεκτείνουν τις καταναλωτικές δυνατότητες. Η υπόσχεση της παγκόσμιας αφθονίας συμπεριλαμβάνει εξισωτικούς υπαινιγμούς χωρίς τους οποίους θα ήταν φορέας ελάχιστου ηθικού κύρους. Τούτοι οι υπαινιγμοί, για να ακριβολογούμε, ήταν ανοιχτοί σε αντικρουόμενες ερμηνείες. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι θα αρκούσε απλώς η αύξηση του γενικού αποθέματος των αγαθών και των υπηρεσιών, υπό την προσδοκία ότι, κατ’ επέκταση, θα βελτιωνόταν το βιοτικό επίπεδο όλων. Άλλοι απαίτησαν πιο ριζοσπαστικά μέτρα σχεδιασμένα όχι απλώς να αυξήσουν τον συνολικό πλούτο, αλλά και να τον κατανείμουν πιο ισότιμα. Αλλά, κανείς από αυτούς που πίστεψαν στην πρόοδο, δεν φαντάστηκε ένα όριο στην παραγωγική ικανότητα γενικότερα. Ουδείς οραματίστηκε μια επιστροφή σε μια πιο ολιγαρκή ύπαρξη· τέτοιες αντιλήψεις δεν ενέπιπταν εντός της προοδευτικής επικρατούσας άποψης.

Η αργοπορημένη ανακάλυψη ότι η οικολογική κατάσταση της γης δεν θα μπορεί πλέον να συντηρήσει μια απεριόριστη επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων δίνει το χαριστικό πλήγμα στην πίστη της προόδου. Είναι πλέον εμφανές ότι μια πιο ισότιμη κατανομή του πλούτου προϋποθέτει ταυτοχρόνως μια υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου που απολαμβάνουν τα πλούσια έθνη και οι προνομιούχες τάξεις. Η απόπειρα να επεκταθεί το δυτικό βιοτικό επίπεδο στον υπόλοιπο κόσμο θα οδηγούσε, από την άλλη, πολύ γρήγορα στην εξάντληση των μη-ανανεώσιμων πηγών, στη μη αναστρέψιμη μόλυνση της γήινης ατμόσφαιρας, σε δραματικές κλιματικές μεταβολές και, εν ολίγοις, στην καταστροφή του οικοσυστήματος από το οποίο εξαρτάται η ανθρώπινη ζωή. «Ας φανταστούμε», γράφει ο Rudolf Bahro, «τι θα σήμαινε αν οι πρώτες ύλες και η κατανάλωση ενέργειας της κοινωνίας μας επεκτείνονταν στα 4,5 δισεκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σήμερα, ή στα 10-15 δισεκατομμύρια που θα υπάρχουν πιθανότατα στο μέλλον. Είναι ήδη προφανές ότι ο πλανήτης μπορεί να υποστηρίξει έναν τέτοιο παραγωγικό όγκο… μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα». Ας φανταστούμε μια Ινδία στην οποία κάθε οικογένεια θα είχε δύο αυτοκίνητα και κάθε νοικοκυριό θα πλαισιωνόταν από κλιματισμό, στερεοφωνικές εγκαταστάσεις, βίντεο και μια κουζίνα πλήρως εξοπλισμένη με τις πιο σύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές.

Η αυξανόμενη σημασία των περιβαλλοντικών ζητημάτων προσφέρει την πιο δραματική αλλά, σε καμία περίπτωση, τη μοναδική ένδειξη ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή των ορίων – όρια όχι μόνο στην οικονομική ανάπτυξη αλλά γενικότερα στον ανθρώπινο έλεγχο πάνω στη φύση και στην κοινωνία. Είναι κοινή παραδοχή ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες έχουν απρόβλεπτες επιπτώσεις που συχνά τις καθιστούν αυτοκαταστροφικές, επιδεινώνοντας τα ίδια τα προβλήματα που επρόκειτο να λύσουν. Η μαζική χρήση αντιβιοτικών οδηγεί στον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων που είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά. Ιατρικές τεχνολογίες που επιμηκύνουν τη ζωή δημιουργούν άλλη μια τάξη εξαρτημένων, περιττών ανθρώπων που ο πληθυσμός τους κατακλύζει τα κέντρα που προορίζονται για την περίθαλψή τους. Τα αυτοκίνητα, ένα θεωρητικά γρήγορο, φθηνό και αποτελεσματικό μέσο μεταφοράς, απλώς αποκρύπτουν το κόστος μετακίνησης από το ένα μέρος στο άλλο. Λαμβάνοντας υπόψη τον χρόνο που απαιτείται για να συντηρήσουμε και να πληρώσουμε για αυτά τα μηχανήματα, για να τα οδηγήσουμε και να τα παρκάρουμε, και για να εξασφαλίσουμε τα χρήματα για να αγοράσουμε τα καύσιμα, την ασφάλιση και τις επισκευές, ο Ivan Illich υπολόγισε κάποτε ότι ο μέσος οδηγός κατόρθωσε μια μέση ταχύτητα μόνο 4,7 μιλίων ανά ώρα – όχι και πολύ γρηγορότερα απ’ όσο θα μπορούσε να πάει περπατώντας. Ο David Ehrenfeld, έχοντας αναφέρει πολλά άλλα παραδείγματα αυτοκαταστροφικών τεχνολογιών στην Αλαζονεία του Ανθρωπισμού [Arrogance of Humanism], ισχυρίζεται ότι δεν είναι πλέον δυνατό να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι η ανικανότητά μας να κάνουμε μακροπρόθεσμες προβλέψεις με οποιαδήποτε ακρίβεια, ότι το να ελέγξουμε τις αναρίθμητες πολυπλοκότητες που υπεισέρχονται σε τέτοιου είδους υπολογισμούς, ή το να αφήνουμε χώρο για απρόσμενα αποτελέσματα που προκλήθηκαν από τις δικές μας διαδικασίες διάγνωσης και υπολογισμού, επιβάλλουν αυστηρά όρια στη δυνατότητά μας για έλεγχο. Σ’ ένα πρόσφατο άρθρο, που δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί, ο Ehrenfeld συνεχίζει την ανάλυσή του πάνω στη «χαμένη μας πίστη στον έλεγχο», αποδεικνύοντας πως η υπερ-διαχείριση, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, καθιστά την κοινωνία ολοένα και λιγότερο διαχειρίσιμη. Ο τεράστιος όγκος της γραφειοκρατικής χαρτούρας απορροφά ενέργεια που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πιο εποικοδομητικά. Η εμμονή με την αρχειοθέτηση κάνει όλο και πιο δύσκολη τη διάκριση μεταξύ χρήσιμων και άχρηστων πληροφοριών ή τον εντοπισμό των κατάλληλων πληροφοριών, όταν χρειάζεται. Η εμμονή με την επίβλεψη υπονομεύει την κρίση, την ικανότητα και την αυτοπεποίθηση όσων βρίσκονται υπό επίβλεψη και δημιουργεί μια ανάγκη για περισσότερη επίβλεψη. Το κόστος συντήρησης πολύπλοκων διευθυντικών δομών αποστραγγίζει τους πόρους από πιο παραγωγικές επενδύσεις. Aπ’ ό,τι φαίνεται, η διευθυνόμενη κοινωνία είναι εγγενώς ασταθής. Υπάρχουν όρια πέρα απ’ τα οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει δίχως να καταρρεύσει υπό το δικό της βάρος – όρια τα οποία σύντομα προσεγγίζουμε.

Ο φιλελευθερισμός, στην κλασική του εκδοχή, συρρίκνωσε τις κυβερνητικές λειτουργίες στο ελάχιστο δυνατό. Η διπλωματία, ο πόλεμος, η αστυνόμευση και η εκπαίδευση εξαντλούσαν λίγο-πολύ τις αρμοδιότητες του κράτους, όπως ήταν αντιληπτές από τους φιλελεύθερους του 18ου και του 19ου αιώνα. Αυτή η δραματική απλοποίηση της κυβέρνησης ήταν μια σημαντική πηγή της γοητείας του φιλελευθερισμού, μαζί με την προώθηση της ανεξιθρησκείας και της ελευθερίας του λόγου. Ωστόσο, το φιλελεύθερο κράτος έχει εξελιχθεί πλέον σε έναν Λεβιάθαν, και ακόμη και ο εσφαλμένα αποκαλούμενος ιδιωτικός τομέας κυριαρχείται από τεράστιες γραφειοκρατίες που ασκούν οιονεί κυβερνητικές εξουσίες και συνδέονται στενά με την κρατική διοίκηση, για να μην αναφερθούμε στην έλλειψη της υπομονής τους με τις μεταρρυθμίσεις. Τι εξηγεί αυτή την περίεργη πορεία της ιστορικής ανάπτυξης, ως αποτέλεσμα της οποίας ο φιλελευθερισμός έχει φτάσει να συσχετίζεται με μια ιδιαίτερη τάξη πραγμάτων που θα έμοιαζε τελείως αποκρουστική στους ιδρυτές του φιλελευθερισμού; Πρόκειται απλώς για το ότι οι φιλελεύθεροι έχουν προδώσει την ίδια τους την κληρονομιά, όπως ισχυρίζονται όσοι ασκούν κριτική απ’ τα δεξιά, στην προσπάθειά τους να επαναφέρουν τον φιλελευθερισμό στις ρίζες της ελεύθερης αγοράς; Ή μήπως υπάρχει κάτι στην ίδια τη φύση του φιλελευθερισμού -μια εσωτερική αντίφαση, όπως συνηθίζαμε να λέμε- που δίνει ώθηση στην ανάγκη για πολύπλοκες δομές διεύθυνσης, επίβλεψης και ελέγχου;

Μέσα από όλες τις μεταλλάξεις και τους μετασχηματισμούς της φιλελεύθερης ιδεολογίας, δύο από τα κεντρικά της γνωρίσματα έχουν παραμείνει αμετάβλητα μέσα στο πέρασμα του χρόνου – η αφοσίωση στην πρόοδο και η πίστη ότι ένα φιλελεύθερο κράτος θα μπορούσε να απαλλαχθεί από την πολιτική αρετή. Η αφοσίωση στην πρόοδο, από μόνη της, γέννησε πολλές από τις δυσκολίες που τώρα απειλούν με αφανισμό το φιλελεύθερο κράτος, εφόσον πρόοδος σήμαινε μαζική παραγωγή και πολιτικο-οικονομικός συγκεντρωτισμός. Η πίστη στην πρόοδο συνέβαλε επίσης στην ψευδαίσθηση ότι μια κοινωνία προικισμένη με υλική αφθονία θα μπορούσε να απαλλαχθεί από την ενεργή συμμετοχή των απλών πολιτών στη διακυβέρνηση – που μας φέρνει στο δεύτερο σημείο, την καρδιά του ζητήματος. Στον απόηχο της Αμερικανικής Επανάστασης, οι φιλελεύθεροι άρχισαν να υποστηρίζουν, σε αντίθεση με την παλαιότερη άποψη ότι «η δημόσια αρετή είναι το μόνο θεμέλιο των δημοκρατιών», σύμφωνα με τα λόγια του John Adams, ότι ένα κατάλληλο σύστημα συνταγματικών ελέγχων και ισορροπιών θα «καθιστούσε ωφέλιμο ακόμη και για τους κακούς άνδρες να δρουν για το κοινό καλό», όπως το έθεσε ο James Wilson. Σύμφωνα με τον John Taylor, «μια άπληστη κοινωνία μπορεί να σχηματίσει μια κυβέρνηση ικανή να την προστατεύσει απ’ την απληστία των μελών της» επιστρατεύοντας «το συμφέρον της κακής προαίρεσης… στο πλευρό της αρετής». Η αρετή εναπόκειται «στις αρχές της διακυβέρνησης», υποστηρίζει ο Taylor, όχι στον «εφήμερο χαρακτήρα των ατόμων». Οι θεσμοί και «οι αρχές μιας κοινωνίας μπορεί να είναι ενάρετες, μολονότι τα άτομα που τη συνθέτουν είναι κακόβουλα».

Το πρόβλημα με αυτό το ευχάριστο παράδοξο μιας ενάρετης κοινωνίας που βασίζεται σε κακόβουλα άτομα είναι ότι οι φιλελεύθεροι δεν το εννοούσαν πραγματικά. Θεώρησαν δεδομένη την καλή συμπεριφορά που θεμελιώνεται στην ιδιωτική αρετή, σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ όσο θα ήθελαν να ομολογήσουν. Ακόμη και σήμερα, οι φιλελεύθεροι που επιμένουν σ’ αυτή τη μινιμαλιστική αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη εισάγουν λαθραία μια ορισμένη ποσότητα της ιδιότητας του πολίτη ανάμεσα από τις ρωγμές της ιδεολογίας τους περί ελεύθερης αγοράς. Ο ίδιος ο Milton Friedman παραδέχεται ότι η φιλελεύθερη κοινωνία προϋποθέτει έναν «ελάχιστο βαθμό αλφαβητισμού και γνώσεων», μαζί με μια «διευρυμένη αποδοχή κάποιου κοινού συνόλου αξιών». Έτσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, δεν είναι ξεκάθαρο ότι η κοινωνία μας πληροί έστω και αυτές τις ελάχιστες προϋποθέσεις· αλλά ήταν πάντοτε ξεκάθαρο, εν πάση περιπτώσει, ότι μια φιλελεύθερη κοινωνία χρειάζεται περισσότερη αρετή από αυτή που της παραχωρεί ο Friedman. Ένα σύστημα που στηρίζεται υπερβολικά στην ιδέα των δικαιωμάτων προϋποθέτει άτομα που σέβονται τα δικαιώματα των άλλων, έστω και μόνο επειδή προσδοκούν από τους άλλους να σέβονται ως αντάλλαγμα τα δικά τους δικαιώματα. Η ίδια η αγορά, ο κεντρικός θεσμός μιας φιλελεύθερης κοινωνίας, προϋποθέτει, το λιγότερο, άτομα οξυδερκή, μεθοδικά και νηφάλια – πρότυπα ορθολογικής επιλογής. Δεν προϋποθέτει μόνο το ατομικό συμφέρον, αλλά ένα πεφωτισμένο ατομικό συμφέρον. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα προσέδωσαν τόσο μεγάλη σημασία στην οικογένεια. Η υποχρέωση να συντηρείς μια σύζυγο και παιδιά, κατά την άποψή τους, θα πειθαρχούσε τον κτητικό ατομικισμό και θα μεταμόρφωνε τον πιθανό τζογαδόρο, τον κερδοσκόπο, τον δανδή ή τον απατεώνα σε ευσυνείδητο οικογενειάρχη. Έχοντας εγκαταλείψει το παλιό ρεπουμπλικανικό ιδεώδες για την ιδιότητα του πολίτη μαζί με τη ρεπουμπλικανική καταγγελία στην πολυτέλεια, οι φιλελεύθεροι στερούνταν οποιασδήποτε αιτιολογίας για να ζητήσουν από τα άτομα να υποτάξουν το ιδιωτικό τους συμφέρον στο κοινό καλό. Αλλά τουλάχιστον μπορούσαν να επικαλεστούν την ανώτερη ιδιοτέλεια του γάμου και της γονεϊκότητας. Μπορούσαν να ζητήσουν, αν όχι την αποπομπή του ιδιωτικού συμφέροντος, την ανύψωση και τον εξευγενισμό του. Οι αυξανόμενες προσδοκίες θα οδηγούσαν τους άνδρες και τις γυναίκες να επενδύσουν τις φιλοδοξίες τους στους απογόνους τους. Το μόνο αίτημα που δεν μπορούσε να χαιρετηθεί με κυνισμό ή αδιαφορία ήταν το αίτημα που συνοψιζόταν στο σύνθημα της εποχής μας: «τα παιδιά μας: το μέλλον» – ένα σύνθημα που κάνει την εμφάνισή του μόνο όταν η αποτελεσματικότητά του δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί δεδομένη. Δίχως αυτό το αίτημα για το άμεσο μέλλον, η πίστη στην πρόοδο δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει ως ενοποιητικός κοινωνικός μύθος, ένας μύθος που κρατούσε ζωντανή μια παρατεταμένη αίσθηση της κοινωνικής υποχρέωσης και προσέδιδε στην αυτο-βελτίωση, την οποία πρέπει να διαχωρίσουμε με ιδιαίτερη προσοχή από την αυτο-ικανοποίηση, τη δυναμική της ηθικής προσταγής.

Ο Thomas Hopkins Gallaudet, ένας εξέχων παιδαγωγός και ανθρωπιστής (πρωτοπόρος στην εκπαίδευση των κωφάλαλων, μεταξύ άλλων) εξέφρασε μια άποψη που συμμερίζονταν ευρέως οι φιλελεύθεροι όταν, το 1837, έγραψε ότι «η ευταξία και η ευημερία της κοινωνίας» όφειλαν να στηρίζονται «σ’ εκείνον τον απερίγραπτο γονεϊκό δεσμό με τους απογόνους που διασφαλίζει για το παιδί κάθε ιδιαίτερη, διαρκή και στοργική προσήλωση που απαιτεί η ιδιόμορφη κατάστασή του». Ούτε οι «νομοθετικές ρυθμίσεις», ούτε οι φυλακές, ούτε μια ισχυρή αστυνομική δύναμη θα μπορούσε να εγγυηθεί την κοινωνική τάξη. Ακόμη και το σχολείο, στο οποίο οι φιλελεύθεροι εναπόθεσαν με χαρακτηριστικό τρόπο τόσο πολύ από το βάρος του κοινωνικού ελέγχου και της βελτίωσης, δεν μπορούσε να πετύχει εκτός και αν έβλεπε τον εαυτό του ως «συνεργαζόμενο με [την οικογένεια και]… υποβοηθούσε σε μεγάλο βαθμό τις λειτουργίες της». Τώρα που ο παιδαγωγικός ρόλος της οικογένειας έχει υποβαθμιστεί σε τόσο σημαντικό βαθμό, με αποτέλεσμα τα σχολεία να εξαντλούν τις περισσότερες από τις προσπάθειές τους στο να διδάσκουν πράγματα που θα έπρεπε να ήταν γνωστά από το σπίτι, μπορούμε να εκτιμήσουμε τη σοφία εκείνων των κοινοτοπιών του 19ου αιώνα σχετικά με την εξάρτηση του σχολείου από την οικογένεια. Κατά τον 20ο αιώνα, οι εκπαιδευτικοί έχουν προσπαθήσει να μας διαβεβαιώσουν ότι τα σχολεία με σωστή διαχείριση μπορούν, στην πραγματικότητα, να αντικαταστήσουν την οικογένεια. Η εκδοχή του John Dewey για αυτή τη νέα επικρατούσα άποψη ήταν πιο μετριοπαθής από τις περισσότερες. Από τη στιγμή που η νεωτερική βιομηχανία είχε «ουσιαστικά εξαλείψει τις αρμοδιότητες του νοικοκυριού και της γειτονιάς», υποστήριξε, το σχολείο θα έπρεπε να «παρέχει αυτό τον παράγοντα κατάρτισης για τον οποίο φρόντιζε προηγουμένως το σπίτι» – κατάρτιση, με άλλα λόγια, στις «φυσικές πραγματικότητες της ζωής». Ο Abraham Flexner και ο Frank Backman προχώρησαν ακόμη πιο μακριά. «Οι κοινωνικές, πολιτικές και βιομηχανικές αλλαγές», έγραψαν το 1918, «επιβλήθηκαν στις σχολικές υποχρεώσεις που προηγουμένως αποδίδονταν στο σπίτι. Εκεί που κάποτε το σχολείο όφειλε πρωτίστως να διδάξει τις αρχές της γνώσης, τώρα είναι εξ ίσου επιφορτισμένο με τη φυσική, πνευματική και κοινωνική κατάρτιση του παιδιού». Στις μέρες μας, είναι επιφορτισμένο, εκτός απ’ όλα αυτά, με την ακόμη πιο γενικευμένη αποστολή του να εμπνέει ένα αίσθημα φυλετικής και εθνοτικής περηφάνιας σε μειονότητες χωρίς πολιτικά δικαιώματα, εις βάρος της βασικής εκπαίδευσης που είναι στην πραγματικότητα αναγκαία. Είναι ολοένα και πιο αναγνωρισμένο, ωστόσο, ακόμη και από τους εκπαιδευτικούς, ότι τα σχολεία δεν μπορούν να διδάξουν τίποτε απολύτως εκτός και αν η σημασία της μάθησης υποστηρίζεται από το σπίτι. Δίχως μια υποδομή που οικοδομείται πάνω σε ισχυρές οικογένειες, το σχολικό σύστημα θα συνεχίσει να εκφυλίζεται.

Η ιστορία της εκπαίδευσης προσφέρει ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα ενός γενικού κανόνα, κατά το ότι η αντικατάσταση των άτυπων μορφών συλλογικής ένωσης από επίσημα συστήματα κοινωνικοποίησης και ελέγχου αποδυναμώνει την κοινωνική εμπιστοσύνη, υπονομεύει την προθυμία τόσο του να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του όσο και του να θεωρούμε τους άλλους υπεύθυνους για τις πράξεις τους, καταστρέφει το σεβασμό προς την αυθεντία και, ως εκ τούτου, αποδεικνύεται αυτοκαταστροφική. Οι άτυπες συλλογικές ενώσεις, που κατέληξαν να ατροφήσουν (πλην των περιπτώσεων που έχουν καταστραφεί σκόπιμα και συστηματικά από παράλογα εγχειρήματα κοινωνικής μηχανικής), περιλαμβάνουν όχι μόνο την οικογένεια αλλά και τη γειτονιά, που προσφέρεται, πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι το σχολείο, ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στην οικογένεια και στον ευρύτερο κόσμο. Η Jane Jacobs μιλάει για το «απλό, καθημερινό ανθρώπινο δυναμικό για την ανατροφή των παιδιών» που αχρηστεύεται, όταν οι πολεοδόμοι και άλλοι καλοπροαίρετοι μεταρρυθμιστές επιδιώκουν να μαζέψουν τα παιδιά από τους δρόμους σε πάρκα, παιδικές χαρές και σε σχολεία, ώστε να μπορούν να επιβλέπονται σε επαγγελματικό επίπεδο. Από τον καιρό των πρώτων σταυροφοριών ενάντια στην παιδική εργασία, όλο το σκεπτικό της φιλελεύθερης πολιτικής ήταν να μετατοπίσει τη φροντίδα των παιδιών από το φιλικό περιβάλλον σε θεσμούς σχεδιασμένους ειδικά γι’ αυτό το σκοπό. Σήμερα, αυτή η τάση συνεχίζεται με το κίνημα της καθημερινής φροντίδας των παιδιών, συχνά δικαιολογημένο όχι μόνο από το γεγονός ότι το έχουν ανάγκη οι εργαζόμενες μητέρες, αλλά και από το ότι τα κέντρα καθημερινής φροντίδας μπορούν να αξιοποιήσουν τις τελευταίες καινοτομίες στην παιδαγωγική και στην παιδοψυχολογία. Αυτή η πολιτική του διαχωρισμού των παιδιών σε ηλικιακά διαβαθμισμένους θεσμούς υπό την επίβλεψη επαγγελματιών ήταν μια τεράστια αποτυχία, για λόγους που υποδεικνύονται από την Jacobs στο Ο θάνατος και η ζωή των μεγάλων αμερικανικών πόλεων [The Death and Life of Great American Cities] – μια επίθεση στον πολεοδομικό σχεδιασμό που αφορά, γενικότερα, όλους τους τομείς της κοινωνικής μηχανικής. «Ο μύθος ότι οι παιδικές χαρές, τα γρασίδια και οι πληρωμένοι φύλακες ή οι επόπτες είναι εγγενώς ευεργετικοί για τα παιδιά και ότι οι δρόμοι των πόλεων, γεμάτοι από καθημερινούς ανθρώπους, είναι εγγενώς κακόβουλοι για τα παιδιά, συμπυκνώνει μια βαθιά περιφρόνηση για τους καθημερινούς ανθρώπους». Μες στην περιφρόνησή τους, οι πολεοδόμοι παραβλέπουν τον τρόπο με τον οποίο οι δρόμοι των πόλεων, εάν λειτουργούν όπως πρέπει, διδάσκουν στα παιδιά ένα μάθημα που δεν μπορεί να διδαχθεί από τους παιδαγωγούς ή από τους επαγγελματίες φροντιστές – ότι «οι άνθρωποι πρέπει να αναλάβουν ένα μικρό μέρος της δημόσιας ευθύνης που έχει ο ένας για τον άλλο, ακόμη και αν δεν έχουν κανένα δεσμό μεταξύ τους». Όταν ο μανάβης της γειτονιάς ή ο κλειδαράς μαλώνει ένα παιδί που πέρασε τον δρόμο τρέχοντας, το παιδί μαθαίνει κάτι το οποίο δεν μπορεί να του γίνει κατανοητό απλώς μιλώντας του γι’ αυτό. Αυτό που μαθαίνει το παιδί είναι ότι ενήλικες, άγνωστοι μεταξύ τους πέραν μιας κατά τύχη εγγύτητας, υπερασπίζονται ορισμένες αξίες και αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη γειτονιά. Δικαιολογημένα, η Jacobs την αποκαλεί «πρώτο θεμέλιο μιας επιτυχημένης ζωής στην πόλη» – μιας ζωής την οποία «οι άνθρωποι που προσλαμβάνονται για να φροντίζουν παιδιά δεν μπορούν να διδάξουν, επειδή η ουσία αυτής της ευθύνης είναι ότι αυτό το κάνεις χωρίς να σ’ έχουν προσλάβει».

Οι γειτονιές ενθαρρύνουν την «καθημερινή δημόσια εμπιστοσύνη», σύμφωνα με την Jacobs. Όταν αυτή απουσιάζει, η πόλη πρέπει να στηρίζεται σε επίσημους φορείς για την επιβολή του νόμου. Στο Λος Άντζελες, μια πόλη που έστρεψε την πλάτη της στον δρόμο, παρατηρούμε αυτό το πρότυπο στην πιο αναπτυγμένη του μορφή – τη «στρατιωτικοποίηση της ζωής στην πόλη», όπως την αποκαλεί ο Mike Davis στο Η πόλη του χαλαζία [City of Quartz]. Μια ογκώδης αστυνομική δύναμη, τεχνολογικά εξοπλισμένη και ολοένα και περισσότερο με τη νοοτροπία ενός αστυνομικού κράτους, ανακαλύπτει εντούτοις ότι είναι ανίκανη να διασφαλίσει την ασφάλεια και την τάξη και ότι πρέπει να ενισχυθεί από έναν στρατό ιδιωτικών αστυνομικών. Σύμφωνα με τον Davis, ο ιδιωτικός τομέας ειδικεύεται στην εντατική επιβολή του νόμου, ο δημόσιος τομέας στην εναέρια παρακολούθηση, τις παραστρατιωτικές επιχειρήσεις, τις τηλεφωνικές υποκλοπές και την τήρηση αναλυτικών ποινικών αρχείων. Το «Οχυρό Λ. Α.», όπως το ονομάζει ο Davis, μετατρέπεται σε μια πόλη από «περιφραγμένες κοινότητες», βαριά περιφρουρημένα κτηριακά συγκροτήματα προετοιμασμένα να απωθούν τους εισβολείς υπό την παραμικρή υπόνοια μπελάδων.

Το Λος Άντζελες, ο θρίαμβος της αντι-αστικοποίησης [counterurbanization], ενσαρκώνει τον θρίαμβο του φιλελευθερισμού, μαζί με την κατάρρευσή του. Είναι κυριολεκτικά το τέλος της διαδρομής και, ταυτοχρόνως, το τελευταίο καταφύγιο του φιλελεύθερου οράματος και του εφιάλτη που ήταν πάντοτε σύμφυτος με αυτό το όραμα. Ο φιλελευθερισμός υποσχόταν την πρόοδο, την αφθονία και, πάνω απ’ όλα, την ιδιωτικότητα. Την ελευθερία να ζεις όπως σε ευχαριστεί, να σκέφτεσαι και να λατρεύεις ό,τι σε ευχαριστεί – αυτή η ιδιωτικοποίηση της ευζωίας ήταν η μεγαλύτερη γοητεία του φιλελευθερισμού. Έχοντας θέσει σαφή όρια στις εξουσίες του κράτους, ανακουφίζοντας ταυτόχρονα τα άτομα από τις πολιτικές τους υποχρεώσεις, οι φιλελεύθεροι θεώρησαν ότι είχαν απαλλαγεί από τα εμπόδια που εκκρεμούσαν για το κυνήγι της ευτυχίας. Εκείνο που λησμόνησαν ήταν ότι η δημόσια τάξη δεν είναι απλώς μια λειτουργία του κράτους, το οποίο θα μπορούσε χωρίς κανένα πρόβλημα να επιφορτιστεί με την ευθύνη της εκπαίδευσης και της επιβολής του νόμου, όσο οι πολίτες ασχολούνται με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Μια κοινωνία που λειτουργεί σωστά θα πρέπει να είναι κατά κύριο λόγο αυτο-κυβερνώμενη και σε σημαντικό βαθμό αυτο-εκπαιδευόμενη επίσης. Οι δρόμοι των πόλεων, όπως μας υπενθυμίζει η Jacobs, διατηρούν την ειρήνη και διδάσκουν στους νέους τις αρχές του πολιτικού βίου. Οι γειτονιές αναπαράγουν πολλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωής στο χωριό που εξυμνήθηκε από την αμερικανική λαϊκή παράδοση, ακόμη και αν οι Αμερικανοί απορρίπτουν την αδιάκριτη κοινωνικότητα του χωριού υπέρ των «θυλάκων του lifestyle», όπως τους αποκαλεί ο Robert Bellah, δια των οποίων συνάπτουν δεσμούς αποκλειστικά με όσους μοιράζονται το ίδιο γούστο και την ίδια στάση ζωής. Οι γειτονιές παρέχουν την άτυπη υποδομή της κοινωνικής τάξης, όπου, όταν αυτή απουσιάζει, η καθημερινή φροντίδα για τη ζωή πρέπει να παραδοθεί στους επαγγελματίες γραφειοκράτες. Στο Λος Άντζελες, μια πόλη σκόπιμα σχεδιασμένη να μεγιστοποιεί την ιδιωτικότητα, παρατηρούμε πως αυτή η υπερβολική επέκταση του οργανωτικού τομέα είναι η αναγκαία συνέπεια της υποχώρησης από τη γειτονιά. Όμως, το Λος Άντζελες είναι ιδιαίτερη περίπτωση μόνο ως προς την ανυποχώρητη αφοσίωσή του σε μια βαθύτατα αντι-κοινωνική εκδοχή του αμερικανικού ονείρου και ως προς την κλίμακα των κοινωνικών προβλημάτων που προκύπτουν. Το ίδιο σχήμα μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε αμερικανική πόλη όπου η αστυνομία, η εκπαιδευτική γραφειοκρατία καθώς και οι γραφειοκρατίες της υγείας και της πρόνοιας δίνουν μια χαμένη μάχη ενάντια στην εγκληματικότητα, την αρρώστια και την άγνοια.

Θέλω να διερευνήσω ένα ακόμη παράδειγμα του γενικού κανό να ότι η ατροφία των άτυπων ελέγχων οδηγεί αναπόδραστα στην επέκταση των γραφειοκρατικών ελέγχων. Αναφέρομαι στην αυξανόμενη απαίτηση για τη λογοκρισία της πορνογραφίας, της αισχρολογίας και άλλων μορφών απαράδεκτης γλώσσας, για να μην αναφέρουμε και την κατακραυγή για το κάψιμο της σημαίας. Εδώ εντοπίζουμε άλλη μια περίπτωση όπου ο φιλελευθερισμός φαίνεται να πλησιάζει τα όριά του – σε αυτή την περίπτωση, τα όρια λίγο-πολύ ανεπιφύλακτων εγγυήσεων περί ελευθερίας του λόγου. Είναι ενδεικτικό ότι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση λογοκρισίας σήμερα δεν προέρχεται από επαγγελματίες πατριώτες και δεξιούς υποστηρικτές του ιδεολογικού κομφορμισμού – με άλλα λόγια, από το είδος των ανθρώπων που ποτέ δεν αντιλήφθηκαν εξ αρχής τη σημασία της ελευθερίας του λόγου. Προέρχεται, αντιθέτως, από το είδος των ανθρώπων που είχαν παλαιότερα υπερασπιστεί την Πρώτη Τροπολογία1 ενάντια στους επικριτές της – από ανθρώπους της αριστεράς, ιδίως φεμινίστριες που διατείνονται ότι η πορνογραφία εκμεταλλεύεται τις γυναίκες και πρέπει να υπόκειται σε ένα είδος δημοσίου ελέγχου. Δεν είναι ανάγκη να δεχτούμε το επιχείρημά τους ότι η πορνογραφία αντιπροσωπεύει μια εισβολή στα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών (ένα επιχείρημα που ξεχειλώνει την έννοια των πολιτικών δικαιωμάτων πέρα από κάθε ομοιότητα με το αρχικό τους νόημα), ώστε να δικαιωθεί η αντίθεσή τους στην πορνογραφία. Όμως, η πορνογραφία δεν είναι μόνο ένα γυναικείο ζήτημα, έτσι και το καλύτερο επιχείρημα εναντίον της δεν είναι απλώς ότι εξευτελίζει τις γυναίκες, διαφθείρει τα παιδιά ή βλάπτει κάποια άλλη τάξη θυμάτων, αλλά ότι «μας προσφέρει ένα απαράδεκτο καθρέφτισμα του εαυτού μας ως λαού», κατά τα λεγόμενα της Elizabeth Fox-Genovese. Όπως η χυδαία γλώσσα, έτσι και αυτή διαφθείρει τη δημόσια κουλτούρα μας. Η διεισδυτικότητα των προσβλητικών εικόνων και του χυδαίου λόγου, όχι μόνο στα μέσα ενημέρωσης αλλά και στην καθημερινή συζήτηση, μας υπενθυμίζει ότι η ηθική είναι ένα δημόσιο ζήτημα, όχι απλώς ένα ζήτημα ιδιωτικού γούστου (εκτός από την περίπτωση που κάποιος δηλώσει προσβεβλημένος) και αυτό που την καθιστά δημόσια είναι η ανάγκη για κοινά κριτήρια, όχι απλώς η πιθανότητα ότι η πορνογραφία ή η αισχρολογία θα θίξει τα δικαιώματα των γυναικών ή θα τις ταπεινώσει με κάποιον άλλο τρόπο. Όπως παρατηρεί η Fox-Genovese, «μια κοινωνία απρόθυμη ή ανίκανη να εμπιστευτεί το ίδιο της το ένστικτο, ώστε να επιβάλει ένα πρότυπο αξιοπρέπειας, δεν αξίζει να επιβιώσει – και είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα επιβιώσει».

Κάθε κουλτούρα πρέπει να περιορίσει με κάποιον τρόπο το εύρος των επιλογών, όσο αυθαίρετοι και αν φαίνονται αυτοί οι περιορισμοί. Βέβαια, πρέπει επίσης να σιγουρευτεί ότι οι έλεγχοί της δεν διεισδύουν στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων. Ακόμη, εάν επιτρέπει σε κάθε παρόρμηση να εκφράζεται δημόσια -εάν διακηρύσσει με τόλμη ότι «απαγορεύεται το απαγορεύεται», κατά το επαναστατικό σύνθημα του 1968- τότε όχι μόνο καλεί σε αναρχία, αλλά καταργεί τις διακρίσεις από τις οποίες εξαρτάται εν τέλει ακόμη και η ίδια η κατηγορία της αλήθειας. Όταν κάθε έκφραση είναι εξίσου επιτρεπτή, τότε τίποτε δεν είναι αληθινό. Η καρδιά κάθε κουλτούρας, όπως δικαίως επιμένει ο Philip Rieff, βρίσκεται στις «απαγορεύσεις» της. Η κουλτούρα είναι ένα σύνολο ηθικών απαιτήσεων, «βαθιά χαραγμένων απαγορεύσεων, σμιλεμένων με κεφαλαία και αξιόπιστα γράμματα». Γι’ αυτό τον λόγο και ο Rieff μπορεί να περιγράψει σήμερα τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια «κοινωνία χωρίς κουλτούρα». Είναι μια κοινωνία στην οποία τίποτε δεν είναι ιερό και τίποτε, επομένως, δεν μπορεί να απαγορευτεί με αποτελεσματικότητα. Ένας ανθρωπολόγος θα μπορούσε να πει ότι μια κοινωνία χωρίς κουλτούρα είναι από μόνη της μια αντίφαση, αλλά ο Rieff διαφωνεί με τον τρόπο που οι φιλελεύθεροι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν υποβαθμίσει την έννοια της κουλτούρας σε έναν «τρόπο ζωής». Κατά την άποψή του, η κουλτούρα είναι ένας τρόπος ζωής που επιβεβαιώνεται από τη βούληση να καταδικάσει και να τιμωρήσει όσους αμφισβητούν τις εντολές της. Ένας «τρόπος ζωής» δεν είναι αρκετός. Ο τρόπος ζωής ενός λαού πρέπει να είναι ενσωματωμένος σε μια «ιερή τάξη» – με άλλα λόγια, σε μια σύλληψη του σύμπαντος, μια κατ’ ουσίαν θρησκευτική σύλληψη, που μας λέει «τι δεν πρέπει να κάνουμε».

Εάν ο Rieff και η Fox-Genovese έχουν δίκιο ως προς την άποψή τους ότι η κουλτούρα εναπόκειται σε μια προθυμία να υπερασπίσουμε και να επιβάλουμε κοινά κριτήρια, τότε δεν μπορούμε να προσδοκούμε ότι η «ανεύθυνη» κουλτούρα του φιλελευθερισμού θα επιβιώνει επ’ αόριστον. Κατά το παρελθόν, οι φιλελεύθεροι είχαν τη δυνατότητα για έναν ευρύτερο ορισμό της ελευθερίας του λόγου, επειδή μπορούσαν να θεωρήσουν δεδομένη την ύπαρξη των άτυπων κυρώσεων ενάντια στην κατάχρησή της. Η Πρώτη Τροπολογία δεν ήταν σχεδιασμένη για να προστατεύει την υβριστική ή την πορνογραφική γλώσσα, που οι συμβάσεις του 18ου αιώνα υποβίβασαν σε μια αυστηρώς ιδιωτική χρήση. Εδώ, όπως και αλλού, ο φιλελευθερισμός προϋποθέτει μια ηθική κληρονομημένη από το προ-του-Διαφωτισμού παρελθόν. Η επιμονή αυτής της ηθικής, υποστηριζόμενη από την οικογένεια, την εκκλησία και από έναν ευρέως αποδεκτό κώδικα κοινής ευπρέπειας, ώστε να μη χρειάζεται καθόλου να διατυπωθεί ρητά, απέκρυπτε τις αντιφάσεις του φιλελευθερισμού που αρχίζουν να αναδύονται τώρα που μια ορισμένη λακωνικότητα και κοσμιότητα δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται δεδομένες. Ο κίνδυνος βρίσκεται στο ότι μια καθυστερημένη αναγνώριση της σημασίας των κοινών κριτηρίων θα οδηγήσει στην απαίτηση για οργανωμένη καταπίεση θέτοντας σε κίνδυνο τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου που κατακτήθηκαν με αγώνες. Αυτό το παρατηρούμε όχι μόνο στα κινήματα για τη λογοκρισία της πορνογραφίας ή (στο αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος) στην επισήμως καθιερωμένη πίεση για μια τροπολογία ενάντια στο κάψιμο της σημαίας, αλλά και στα παράλογα μέτρα που υιοθετούνται από τα πανεπιστήμια ενάντια στη «λεκτική παρενόχληση» και, ακόμη γενικότερα, στην απόπειρα να επιβληθεί ένα αποπνικτικό πρότυπο πολιτικώς ορθού λόγου.

Η αναζήτηση οργανωμένων ελέγχων εκεί που οι άτυποι έλεγχοι δεν φαίνεται πλέον να λειτουργούν υπόσχεται να εξαλείψει την ίδια την ιδιωτικότητα για την οποία οι φιλελεύθεροι διέθεταν πάντοτε τόσο χώρο. Επιπλέον, φωτίζει, όπως έχουμε δει, τον οργανωτικό τομέα με βάρη που δεν μπορεί να αντέξει. Η κρίση της δημόσιας χρηματοδότησης είναι μόνο μία ένδειξη, μολονότι η καθαρότερη, της εγγενούς αδυναμίας των οργανισμών οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να υπολογίζουν σε άτυπους, καθημερινούς μηχανισμούς κοινωνικής εμπιστοσύνης και ελέγχου. Η εξέγερση των φορολογουμένων, αν και η ίδια υποστηρίζεται από μια ιδεολογία της ιδιώτευσης αντιστεκόμενη σε κάθε είδους πολιτική γοητεία, πηγάζει επίσης από μια βάσιμη υποψία ότι τα χρήματα από τους φόρους απλώς συντηρούν μια γραφειοκρατική αυτο-μεγέθυνση. Το κράτος είναι εμφανώς υπερφορτωμένο και κανείς δεν έχει αρκετή πίστη στην ικανότητά του να δίνει λύσεις στα προβλήματα που χρειάζεται να επιλυθούν. Οπωσδήποτε, μια απομάγευση του κράτους πρόνοιας δεν υπονοεί από μόνη της μια δέσμευση για ένα άλλο είδος λύσεων. Μπορεί κάλλιστα να μη σηματοδοτεί τίποτε πέρα από αδιαφορία, κυνισμό ή παραίτηση. Μολονότι σχεδόν όλοι πιστεύουν τώρα ότι κάτι έχει πάει τελείως στραβά με τη χώρα μας, κανείς δεν έχει μια ξεκάθαρη ιδέα πώς να το διορθώσουμε. Η ολοένα και πιο σκληρή, ακραία ποιότητα του δημοσίου διαλόγου αντανακλά δίχως αμφιβολία αυτή την έλλειψη ιδεών και την απογοήτευση που η τελευταία προκαλεί.

Καθώς οι επίσημες οργανώσεις καταρρέουν, οι άνθρωποι θα πρέπει να επινοούν τρόπους για να αντεπεξέλθουν στις άμεσες ανάγκες τους: να περιπολούν τις ίδιες τις γειτονιές τους, να παίρνουν τα παιδιά τους από τα δημόσια σχολεία, ώστε να τα διαπαιδαγωγήσουν στο σπίτι. Η πτώχευση του κράτους θα συνεισφέρει έτσι αυτοδικαίως στην αποκατάσταση των άτυπων μηχανισμών αυτοβοήθειας. Αλλά είναι δύσκολο να δούμε πώς τα θεμέλια του πολιτικού βίου μπορούν να αποκατασταθούν, εκτός κι αν αυτό το έργο γίνει ένας πρωταρχικός στόχος της δημόσιας πολιτικής. Έχουμε ακούσει να λέγονται αρκετά για την επιδιόρθωση της υλικής μας υποδομής, αλλά η πολιτιστική μας υποδομή, όπως θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε, χρειάζεται επίσης προσοχή, και πολύ περισσότερη από τη ρητορική απλώς προσοχή που εφιστούν οι πολιτικοί, οι οποίοι επαινούν «τις οικογενειακές αξίες», ενόσω επιδιώκουν οικονομικές πολιτικές που τις υπονομεύουν. Είναι είτε αφελές είτε κυνικό να οδηγούμε τον κόσμο στο να πιστεύει ότι η αποδόμηση του κράτους πρόνοιας είναι αρκετή, ώστε να διασφαλίσει μια αναβίωση της άτυπης συνεργασίας – τα «χίλια σημεία φωτός»2. Άνθρωποι που έχουν απολέσει τη συνήθεια της αυτοβοήθειας, που κατοικούν σε πόλεις και προάστια όπου τα εμπορικά κέντρα έχουν αντικαταστήσει τις γειτονιές, και που προτιμούν τη συντροφιά των στενών φίλων (ή απλώς τη συντροφιά της τηλεόρασης) αντί της άτυπης κοινωνικότητας του δρόμου, της καφετέριας και της ταβέρνας, είναι απίθανο να επανιδρύσουν κοινότητες, απλώς επειδή το κράτος έχει αποδειχθεί ένα τόσο ανεπαρκές υποκατάστατο. Εξακολουθούν να χρειάζονται, παραδείγματος χάρη, την αρωγή του κράτους, υπό τη μορφή πολιτικών, σχεδιασμένων να ενισχύσουν την οικογένεια και να επιτρέψουν στις οικογένειες να ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο στους επαγγελματίες, όταν πρέπει να στηριχθούν πάνω τους ή, τουλάχιστον, να έχουν περισσότερη ελευθερία στην επιλογή των επαγγελματιών. Ένα εθνικό σύστημα υποτροφιών για τα σχολεία είναι ο τύπος της μεταρρύθμισης που δίνει μια απάντηση σε αυτή την ανάγκη, και η ίδια αρχή θα μπορούσε να εφαρμοστεί εξίσου και σε άλλες επαγγελματικές υπηρεσίες.

Τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις, από μόνες τους, δεν θα είναι αρκετές για να αποκαταστήσουν τις δομές της άτυπης αυτο-κυβέρνησης σε μια υπερ-οργανωμένη κοινωνία. Αλλά ακόμη και αυτό το μετριοπαθές ξεκίνημα προϋποθέτει πολύ περισσότερη ενέργεια και όραμα απ’ αυτό που έχουν δείξει οι ηγέτες μας τα τελευταία χρόνια. Η πίστη ότι οι φιλελεύθερες κοινωνίες έχουν φτάσει σε μια κατάσταση σχεδόν τέλειας ισορροπίας -ότι «τα φιλελεύθερα αποτελέσματα σταθεροποιούνται μόλις φτάσουμε σε αυτά», κατά τα λεγόμενα ενός θαυμαστή του Φουκουγιάμα, του Stephen Sestanovich- προσθέτει άλλο ένα επιχείρημα στη λίστα με τα επιχειρήματα που φαίνεται ότι επιβεβαιώνουν μια αυτοαναιρούμενη πολιτική. Το «τέλος της ιστορίας» συμβάλλει στην απροθυμία να αναλάβουμε θεμελιώδεις αλλαγές. Η σταθερότητα των φιλελεύθερων κρατών είναι, ωστόσο, μια ψευδαίσθηση και όσο συντομότερα την αναγνωρίσουμε ως τέτοια, τόσο συντομότερα θα μπορούμε να ελπίζουμε πως θα συγκεντρώσουμε «την τόλμη, το θάρρος, τη φαντασία και τον ιδεαλισμό» -ποιότητες που στάλθηκαν από τον Φουκουγιάμα στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας πριν την ώρα τους- που θα μας επιτρέψουν να θέσουμε επί τάπητος τα άλυτα προβλήματα που διαφορετικά θα μας κατακλύσουν.


1. Σ.τ.μ.: Εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στην Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ, η οποία ψηφίστηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1791, και αφορούσε στον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους αλλά και στη θέσπιση της ανεξιθρησκείας, της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, της ελευθεροτυπίας, του δικαιώματος του ειρηνικού συνέρχεσθαι των πολιτών καθώς και του δικαιώματος για πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης.

2. Σ.τ.μ.: Σαφής υπαινιγμός του συγγραφέα στην ομιλία του Τζόρτζ Μπους του πρεσβύτερου κατά το χρίσμα του ως προέδρου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 1988. Στην εν λόγω ομιλία, ο Μπους αναφέρθηκε σε όλες τις τοπικές και κοινοτικές οργανώσεις των ΗΠΑ, οι οποίες, κατά τα λεγόμενά του, «μέσα στην εκπληκτική ποικιλομορφία τους, διαχέονται σαν αστέρια, σαν χίλια σημεία φωτός σε έναν απέραντο και ειρηνικό ουρανό», τον ουρανό των Ηνωμένων Πολιτειών. Αργότερα, ο Μπους δημιούργησε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση με αυτό το όνομα με σκοπό να προωθήσει τον εθελοντισμό.